εξώπετσα

εξώπετσα
(I)
και ξώπετσα, η
η εξωτερική επιφάνεια τού δέρματος.
————————
(II)
και ξώπετσα
επίρρ. βλ. εξώπετσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξώπετσος — και ξώπετσος, η, ο 1. επιδερμικός 2. επιφανειακός 3. (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εξώπετσα και ξώπετσα επιπόλαια, επιφανειακά …   Dictionary of Greek

  • ξώπετσα — η βλ. εξώπετσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”